αξιοκατάκριτος

αξιοκατάκριτος
-η, -ο
αξιοκατηγόρητος, αξιόμεμπτος: Η ενέργειά του αυτή ήταν αξιοκατάκριτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανεπίληπτος — η, ο (Α ἀνεπίληπτος, ον) μη επιλήψιμος, άμεμπτος, άψογος, τέλειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίληπτος (< επιλαμβάνω) «αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος»] …   Dictionary of Greek

  • αυτοκατάκριτος — αὐτοκατάκριτος, ον (AM) [κατακρίνω] εκείνος του οποίου τα έργα επισύρουν την κατάκριση, ο αξιοκατάκριτος …   Dictionary of Greek

  • επίληπτος — ἐπίληπτος και ιων. τ. ἐπίλαμπτος, ον (Α) [επιλαμβάνω] 1. αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς ἐπίληπτος ᾑρέθη», Σοφ.) 2. αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος 3. ανίκανος, ανίσχυρος 4. αυτός που πάσχει από επιληψία …   Dictionary of Greek

  • επίμεμπτος — η, ο (AM ἐπίμεπτος, ον) [επιμέμφομαι] αυτός που επισύρει μομφή, ο αξιοκατάκριτος («επίμεμπτη συμπεριφορά», «επίμεμπτη διαγωγή») αρχ. αυτός που ψέγει, που κατηγορεί …   Dictionary of Greek

  • επίψογος — η, ο (AM ἐπίψογος, ον) εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν μέντοι δεῑ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῑς γιγνομένων», Ξεν.) αρχ. ψογερός, αυτός που ψέγει κάποιον («ἐπίψογος φάτις») …   Dictionary of Greek

  • επαίτιος — ἐπαίτιος, ον (Α) 1. αξιοκατάκριτος, επίμεμπτος 2. κατηγορούμενος για κάτι 3. ύποπτος για κακή πράξη 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπαίτια πρόσθετες ποινές που επιβάλλονται από τον νόμο, πρόσθετα πρόστιμα, προστιμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αίτιος… …   Dictionary of Greek

  • επονείδιστος — η, ο (AM ἐπονείδιστος, ον) άξιος να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, ατιμωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. επί + *ονειδιστός (< ονειδίζω) …   Dictionary of Greek

  • ευεπίληπτος — εὐεπίληπτος, ον (Α) αυτός που μπορεί εύκολα να κατηγορηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επίληπτος «αξιοκατάκριτος» (< επι λαμβάνω)] …   Dictionary of Greek

  • ευκατάγνωστος — εὐκατάγνωστος, ον (Α) αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα γνωστος (< κατα γιγνώσκω «καταδικάζω»), πρβλ. α κατά γνωστος] …   Dictionary of Greek

  • ευλοιδόρητος — εὐλοιδόρητος, ον (ΑΜ) μσν. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος μσν. αρχ. ο εκτεθειμένος σε κατηγορίες ή σε χλευασμούς, ο εύκολα κακολογούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λοιδορώ «χλευάζω, κοροϊδεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”